- ανομοιόσχημος
- -η, -ο (Α ἀνομοιόσχημος, -ον και ἀνομοιοσχήμων, -ον)διαφορετικός κατά το σχήμα, τη μορφήνεοελλ.αυτός που συγκροτείται από ανόμοια κατά το σχήμα μέρη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανομοιόσχημος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει το ίδιο σχήμα με έναν άλλο: Τα σπίτια εδώ έχουν επίτηδες χτιστεί ανομοιόσχημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ετερόρρυθμος — η, ο (Α ἑτερόρρυθμος, ον και ιων. τ. ἑτερόρρυσμος, ον) αυτός που έχει ρυθμό διαφορετικό από τον συνηθισμένο ή διαφορετικό από τον ρυθμό ενός άλλου νεοελλ. 1. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόσχημος 2. φρ. α) «ετερόρρυθμη εταιρεία»… … Dictionary of Greek